- τριχάλεπτος
- τριχάλεπτοςthrice-jealousmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριχάλεπτος — ον, Α οργίλος («τριχάλεπτος δαίμων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χαλεπός, με λογοπαίγνιο προς το θρίξ, τριχός + λεπτός] … Dictionary of Greek
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek